- επικαταλλάσσομαι
- ἐπικαταλλάσσομαι (Α)συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταλλάσσομαι «ανταλλάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικαταλλαγή — Όρος με διττή σημασία στην οικονομική ορολογία. Η πρώτη δηλώνει την προμήθεια που εισπράττεται ως αντάλλαγμα της υπηρεσίας ανταλλαγής ενός νομίσματος με άλλο διαφορετικού είδους ή προερχόμενου από άλλο κράτος. Γενικά, το αντάλλαγμα αυτό… … Dictionary of Greek
επικαταλλακτής — ἐπικαταλλακτής, ό [επικαταλλάσσομαι] αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα με σκοπό το κέρδος, ο αργυραμοιβός … Dictionary of Greek